ἡμιγένειος

ἡμιγένειος
ἡμι-γένειος, ον,
A but half-bearded, of a youth, Theoc.6.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ημιγένειος — ἡμιγένειος, ον (Α) (για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ γένειος, πρωτο γένειος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιγένειος — but half bearded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”